Τα πρώτα χρόνια της σύντομης ιστορίας του χωριού μας




Ομιλία από την φιλόλογο κ. Αγγελική Σοφούλη στην εκδήλωση που έγινε με τη συνεργασία των συλλόγων και της ενορίας Βρυσών στις 20 Αυγούστου 2003 στο κέντρο «Κονταρός». Στην εκδήλωση αυτή τιμήθηκαν οι ηλικιωμένοι χωριανοί και συγκεκριμένα αυτοί που ήταν τα πρώτα παιδιά που γεννήθηκαν από τους πρώτους κατοίκους του χωριού.
Αυτή η ομιλία έχει ιδιαίτερη αξία, διότι ανασκαλίζει μνήμες παλιών χρόνων, που για τους παλιότερους ίσως έχουν ξεθωριάσει και για τους νεότερους που δεν τις έζησαν, είναι σαν να μην υπάρχουν. Αποτελεί ίσως την πρώτη προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια της σύντομης ιστορίας του χωριού μας, πριν φύγουν αυτοί που τα έζησαν και κάτι έχουν να θυμούνται, και έτσι να μείνουν πολύτιμη κληρονομιά στους νεώτερους.


Φίλοι συγχωριανοί,
Πολλοί άνθρωποι, προπαντός γυναίκες, φοβούνται να αποδεχτούν το γεγονός πως μεγαλώνουν, γιατί συνδέουν την ηλικία με τις δυσάρεστες αλλαγές, οι οποίες έτσι κι αλλιώς συμβαίνουν, ακόμη κι όταν κρύβομε το κεφάλι και κλείνομε τα μάτια μας, όπως η στρουθοκάμηλος στην άμμο…

Θεωρώ προνόμιο το ότι φθάσαμε σε μεγάλη ηλικία, για δύο κυρίως λόγους: Αποθησαυρίσαμε πείρα, μνήμες και αξιωθήκαμε να δούμε το τέλος, την εξέλιξη γεγονότων και καταστάσεων, την απόληξή τους, όπως και την πρόοδο, την αποκατάσταση των παιδιών, την πορεία κάθε οικογένειας μέσα στον χρόνο…. Προσωπικά, αισθάνομαι συγκίνηση όταν βλέπω στα πρόσωπα των νέων παιδιών τις μορφές, τα βλέμματα, την έκφραση των παππούδων και των προππαπούδων τους που δεν υπάρχουν πια, μα τους θυμούμαι από τα παιδικά μου χρόνια, μορφές οικείες, αγαπητές και αξέχαστες. Αυτήν την υπαρξιακή ικανοποίηση μας την δίνει μόνο ο χρόνος, αυτή την επιστροφή από το παρελθόν χαρακτηριστικών, συνηθειών, ονομάτων…. Αυτή είναι η αθανασία, η συνέχεια της ζωής…. Τυχεροί όσοι έφθασαν να διαβάσουν όλες τις σελίδες του βιβλίου της ζωής κι όσοι μπόρεσαν να αφήσουν και τα αποτυπώματά τους στο διάβα τους σ’ αυτό το επίγειο ταξίδι (καλή φήμη, καλά έργα, καλά παιδιά) είναι ακόμη πιο τυχεροί. ….

Γι’ αυτό επιδοκιμάζω ανεπιφύλακτα την αποψινή εκδήλωση για χάρη όσων αξιώθηκαν να μεγαλώσουν γεροί, αφού εκτέλεσαν τον προορισμό τους σαν άνθρωποι, χριστιανοί και χωριανοί. Τους αξίζει μια αναγνώριση από τους νεώτερους, γιατί όλοι τους προετοίμασαν τις συνθήκες σ’ αυτόν τον τόπο που χαιρόμαστε εμείς. Η αποψινή εκδήλωση είναι επίσης ευκαιρία για το πλησίασμα των συγχωριανών που όλο και αποστασιοποιούνται και αποξενώνονται, είναι ευκαιρία να μοιραστούμε την προσφιλή και μυριάκριβη μνήμη όσων έφυγαν, καθώς και την κοινή αγάπη μας για τον όμορφο τόπο μας.

Εμείς, η δική μας η σειρά, μπορεί να δοκιμάσαμε φόβους και στερήσεις στην παιδική μας ηλικία, στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, χαρήκαμε όμως δύο μεγάλα αγαθά, που τα τωρινά παιδιά δεν τα απολαμβάνουν…. Περπατούσαμε… διασχίζαμε το χωριό, οδοιπορούσαμε ως τα σχολεία μας, γνωρίζαμε εξωτερικά και εσωτερικά όλα τα σπίτια του χωριού και τους ιδιοκτήτες τους, γνωρίζαμε όλους τους χωριανούς και τους βαθμούς συγγένειάς τους και, βέβαια, μας γνώριζαν όλοι, πάππου – προπάππου….

Το άλλο μεγάλο αγαθό ήταν, ότι όλοι οι χωριανοί μας προστάτευαν και μας νοιάζονταν και παρακολουθούσαν την πορεία μας κι εμείς υπολογίζαμε την γνώμη κα την εκτίμησή τους. Είχαμε όρια και μέτρα για την συμπεριφορά μας, δεν ασχημονούσαμε γιατί γνωρίζαμε πως ανήκαμε στο κοινωνικό σύνολο, δεν ήμασταν άφετοι και ανεξέλεγκτοι και το σύνολο μας παίνευε για ό,τι καλό κάναμε ή μας συμμόρφωνε με την αποδοκιμασία του… Δεν νοιώθαμε ποτέ μόνοι, αποξενωμένοι ή ανεύθυνοι. Είναι λοιπόν κατόρθωμα να μεγαλώσει κανείς και μάλιστα με τις σημερινές αντιξοότητες, κοινωνικές και περιβαλλοντικές. Όσοι φθάσαμε σε μεγάλη ηλικία είμαστε τυχεροί και για ένα ακόμη λόγο, ότι μεγαλώσαμε και γεννηθήκαμε σ’ αυτό το όμορφο χωριό, τις Βρύσες, που δημιουργήθηκε στην κυριολεξία από το νερό και εξ αιτίας του νερού.

Νιώθουμε ασφαλείς σ’ αυτόν τον τόπο όπου μας τριγυρίζουν προσφιλή πρόσωπα, αρκετά από τα οποία μας γνωρίζουν από τα πρώτα μας βήματα και δεν έχομε να τους αποδείξομε τίποτε, γνωρίζουν όλη την διαδρομή μας και μας ξέρουν από την καλή και την ανάποδη… Γι’ αυτό πάντα θα επιστρέφομε εδώ και ευχόμαστε να αναπαυθούμε εδώ, σε βαθιά γεράματα, γιατί όπως λέει ο ποιητής Κάλβος «… είναι γλυκύς ο θάνατος μόνο όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα…».

Γι’ όλα αυτά είναι επαινετέα η πρωτοβουλία του Συλλόγου των Βρυσιανών της Αθήνας και του δραστήριου προέδρου του, του Ρούσου Μαγγελάκη.

Ας θυμηθούμε τώρα μερικά πράγματα από την ιστορία του χωριού μας.

Ως τοποθεσία οι Βρύσες στη διάρκεια της επανάστασης του 1866-69 υπήρξε θέατρο μαχών, οι Τούρκοι πολιορκήθηκαν στο Κεφαλοβρύσι, αποκλείστηκαν από το νερό της πηγής και υποχρεώθηκαν να επιχειρήσουν έξοδο, που κατέληξε σε ήττα τους. Η θέση αυτή πήρε και το όνομα «Φούρνοι» επειδή έμειναν πίσω από τον τούρκικο στρατό οι πρόχειροι φούρνοι όπου έψηναν ψωμί.

Έχω στα χέρια μου ένα πολύ ενδιαφέρον πληροφοριακό κείμενο που το επιμελήθηκε στην δεκαετία του 1950 ο καλός δάσκαλος του χωριού, ο Γωνιωτάκης Κώστας και το συμπλήρωσαν αργότερα οι άξιοι συνεχιστές του έργου του, ο Σταύρος Ζώης και ο Παπά-Μανώλης. Πολλές φορές επίσης έχει γράψει για το χωριό κείμενα ο αείμνηστος δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Αγγελής, η άξια συγχωριανή Γρηγορία Αποστολάκη, τα αδέλφια οι Θυμιανοί και ο γαμπρός τους δημοσιογράφος Πέτρος Μακρής και αρκετοί άλλοι, των οποίων δεν έχω πρόχειρα τα ονόματα για να τους αναφέρω. Το περιοδικό «Βρύσες» και, αργότερα, η ομώνυμη εφημερίδα του Συλλόγου φιλοξενεί κείμενα που συντηρούν την παράδοση και την ιστορία του χωριού, σύντομα χρονογραφήματα και χρονικά της διαδρομής και της ανάπτυξης της κοινότητάς μας που έμοιαζε λιγάκι με μικρή Αμερική, αφού συγκέντρωσε, αφομοίωσε και συνένωσε μέσα της νέους, δραστήριους και ενθουσιώδεις κατοίκους – έποικους , από τα γύρω χωριά, ανθρώπους δημιουργικούς που έφτιαξαν ταχύτατα κάθε είδους επιχείρηση και μάλιστα με επιτυχία….

Τα οικόπεδα για τους πρώτους κατοίκους εξασφαλίστηκαν. Όσοι εγκαταστάθηκαν νότια, από την γέφυρα και πάνω είχαν δικά τους, μπρονιερίτικα χωράφια, οι υπόλοιποι, βόρεια της γέφυρας αγόρασαν οι πιο πολλοί από τον γαιοκτήμονα Ελευθέριο Κιαγιαδάκη και, αργότερα από τον γιο του Χαράλαμπο. Ο πρώτος μάλιστα άφησε επιστολή στην Γραμματέα του Συλλόγου την κ. Στέλλα Κακατσάκη στην οποία δίνει διάφορες πληροφορίες.

Το 1910 που πέρασε ο δημόσιος δρόμος από Χανιά προς Ρέθυμνο η περιοχή ήταν εντελώς άδεια. Από τότε όμως υπήρξε μεγάλη ζήτηση οικοπέδων. Μεταξύ του 1912 και του 1915 είχε ήδη κτιστεί δεκάδα σπιτιών από «Αμερικάνους» άρτι αφιχθέντες, όπως ο Κρασαδάκης Γ., ο Ντερμανάκης Ν, ο Πιπεράκης (ο Μαστρο-Παύλος), ο Σπυριδογιάννης, οι Σταθουδάκηδες Σταύρος και Γιώργης, ο Κασαπάκης Στέλιος, ο Κορδατζάκης Γιάννης και αργότερα οι υπόλοιποι από τα γύρω χωριά, ντόπιοι και «Αμερικάνοι». Το χωριό είχε πάντα πολλούς χτίστες. Ο Αγγελάκης Αγγελής, ο «Μαυραγγελής», στο σταυροδρόμι προς Εμπρόσνερο είχε αντοιχίσει πλάκα όπου καυχιέται πως έκτισε «…την πολιτεία από εδώ και κάτω». Διπλή υπερβολή, γιατί έκτιζαν και άλλοι, οι Ξενάκηδες, ο Μανούσος και οι γιοι του, ο Κουνάλης ο Βαρδής, ο Γωνιοτοπέτρος και κανείς τότε δεν μπορούσε να προβλέψει πόσα νέα και ωραία σπίτια, μερικά μάλιστα νεοκλασικά, θα κτιζόταν στο χωριό.

Πρώτος αγοραστής ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγαλέμπορο ήταν ο Νιππιανός Μιχάλης Αγγελάκης και οι επίσης έμποροι αδελφοί του Αλκιβιάδης και Χρήστος.

Ο Κιαγιάς διατείνεται ότι πρόβλεψε για την τήρηση στοιχειωδών πολεοδομικών κανόνων για το νέο οικισμό και ότι ο ίδιος φύτεψε τα πρώτα πλατάνια γύρω από τις πλατείες. Πολλοί όμως πλάτανοι μεγάλωσαν από τύχη, καθώς ρίζωσαν οι πάσσαλοι που είχαν τοποθετηθεί για αντιπλημμυρικά έργα στην θέση αυτή. Τους πλατάνους τους καμαρώνομε, λεβεντόκορμους και πανύψηλους και χαιρόμαστε την δροσιά τους αλλά έχω σοβαρές επιφυλάξεις για τις υποτιθέμενες πολεοδομικές προβλέψεις. Το χωριό κτίστηκε με παράταξη σπιτιών κατά μήκος και στις δύο πλευρές του δημόσιου δρόμου, τα σπίτια συνωστίζονταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς αυλές και κήπους, χωρίς παρόδους και προσβάσεις σε παράλληλους δρόμους, πίσω από τις προσόψεις της κεντρικής οδού. Γι’ αυτό όλα σχεδόν έγιναν μαγαζιά, καφενεία και εμπορικά, γνώρισαν οικονομική ακμή, εξ αιτίας τους δημιουργήθηκε ένας μικρός πυρήνας αστικής κοινωνίας προπολεμικά, στερήθηκαν όμως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, που έπρεπε να αναζητούν οι κάτοχοί τους στα πατρικά τους χωριά αφού δεν είχε ακόμη καθιερωθεί η εμπορία φρούτων και λαχανικών στο χωριό. Αντιθέτως, στο νότιο τμήμα του χωριού τα σπίτια αναπαύονταν στην άπλα των κήπων και χαίρονταν τα καλά της γης τους. Οι βόρειοι, ας πούμε, Βρυσιανοί άνοιξαν όλων των ειδών τις επιχειρήσεις κυρίως μετά το 1925, όταν το χωριό καταγράφηκε ως αυτόνομη κοινότητα με τα γύρω Μετόχια, το Γετήμ Μετόχι, που ως τότε ανήκε στην κοινότητα Βάμου, το μετόχι των Μπουζήδων – Πετρούληδων, των Βασιλιανών και το χωριό του Φιλίππου.

Πρώτος πρόεδρος του χωριού υπήρξε ο Αναγνωστάκης Στέλιος, από τον Αλίκαμπο, που διατηρούσε στις Βρύσες εργοστάσιο – ελαιουργείο και αλευρόμυλο. Είχε επίσης και μπακάλικο με την επιγραφή «Εδώδιμα και Αποικιακά», που πολύ μας βασάνισε να την ερμηνεύσουμε όταν ήμασταν μικροί για να ανακαλύψομε τελικά πως εδώδιμα ήταν τα φαγώσιμα είδη και αποικιακά τα εισαγόμενα από εξωτικά μέρη, όπως οι χουρμάδες… Για πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας ήταν ο ολιγομίλητος και σοβαρός Γωνιωτάκης Γιάννης. Στο μαγαζί του μας έστελναν οι μανάδες μας να τους αγοράσουμε κλωστές και μπογιάδες, για να βάφουν ρούχα και νήματα. Πρώτο κτίσμα του χωριού θεωρείται το Χάνι του Μπουζή, στην αρχή του Βαφιανού δρόμου και το σπίτι του Ντουκάκη Γιάννη, δίπλα σε εκείνη την αξέχαστη βρύση, της «Διαμαντινής», όπως την λέγαμε. Η βρύση αυτή έχασε το θεϊκό, πραγματικά, νερό της, όταν το ’41 έπεσε δίπλα της μια βόμβα και αργότερα με τις γεωτρήσεις. Χρόνια τροφοδοτούσε με το νερό της, μαζί με τα «Φαρμακερά» το νερόμυλο κάτω στην τοποθεσία «Λεμονιές» που ανήκε και σε άλλους και στον Κρητικογιώργη. Ο μυλαύλακας έφερνε το νερό στα περιβόλια μέχρι του Σπυριδογιάννη τότε, με διανομή ανά ημέρα, με «μάνες», δηλαδή επτά ομάδες περιβολιών για τις οποίες επαρκούσε το νερό κάθε εικοσιτετράωρο. Θυμούμαι τα νυκτοπερπατήματα των περβολάρηδων και τις αντιδικίες τους μετά τον Αύγουστο, που λιγόστευε το νερό, έτρεχε σαν την τσικουδιά και δεν επαρκούσε… Ο Σοφούλης Ιωάννης είχε αναλάβει την κατάρτιση και ανάρτηση στον πλάτανο του Κρητικοσταύρου, του σχετικού πίνακα και την επίβλεψη της τήρησής του… Όμως πολλοί, αγχώδεις για τα φυτά τους, που λιποθυμούσαν από τη ζέστη, τον παραβίαζαν με πρώτον – πρώτον τον Σπυριδομανώλη, νύχτες χωρίς φεγγάρι… Έκλεβαν λίγο-λίγο νερό «ενός σκαπετιού» όπως το μετρούσαν… Οι υπόλοιποι κήποι και τα περιβολικά στην απάνω μεριά, ανάμεσα στο μικρό ποτάμι το «Ροτάκι» και το μεγάλο τον «Μπούτακα» αρδεύονταν με πηγάδια. Υπομονετικοί γάιδαροι γύριζαν γύρω – γύρω από το πηγάδι απ’ όπου με τους κουβάδες του «ντολαπιού» έφερναν πάνω το νερό και το άδειαζαν στα αυλάκια. Τα καλοκαιρινά πρωινά σε όλη τη νότια κοιλάδα γκλιγκλίνιζαν τα «ντολάπια» κι έβγαζαν δροσερό νερό. Τελικά όλα τα νερά τα ρούφηξαν οι γεωτρήσεις, σαν … «το θεριό του Αϊ Γιώργη…»

Τα γύρω χωριά, με ζωή αιώνων, αυτά που τροφοδότησαν με νέους κατοίκους τη νεαρή κοινότητα, που δεν είχε τη δική τους μακριά παράδοση, από τα χρόνια των Βενετών κιόλας, έψεγαν τους Βρυσιανούς και τους αποκαλούσαν «αναμαζω­ξιάρηδες», η αλήθεια όμως ήταν πως φθονούσαν την εκρηκτική, πραγματικά, ανάπτυξη του καινούργιου οικισμού, από τον οποίο δεν έλειπε τίποτε και γρήγορα πήρε την μορφή πλούσιας κωμόπολης. Και τι δεν είχε…. Βιοτέχνες που έφτιαχναν γκαζόζες με το κρύο νερό των πηγών, τον Κακατσοβαγγέλη και αργότερα τον Θυμιανό.. Οι δραστήριοι Κουρομιχαλήδες από τις πρώτες σούστες απόκτησαν το πρώτο φορτηγό για τις μεταφορές, όπως και τα αδέλφια οι Κουνάληδες γιοι του Μάρκου. Υπήρχαν δύο ιδιωτικοί γιατροί με πλήρη για την εποχή ιατρεία. Μεγάλα εμπορικά όπως του Μιχελακάκη του Μιχάλη, με ακριβά υφάσματα, του Αγγελομιχάλη που συγκέντρωνε όλα τα προϊόντα της περιοχής και πλούσια εμπορεύματα που τα διακινούσαν δύο σούστες δικές του, του Οικονομοπέτρου, του Κρητικογιώργη, του Αναγνωστάκη του Στέλιου, του Αγγελοχρήστου, του Σπυριδογιάννη.

Υπήρχαν πάρα πολλά καφενεία στο χωριό από άκρη σε άκρη και γύρω από τις πλατείες τα περισσότερα. Του Αγγελάκη Αλκιβιάδη, του γέρο Παντερμογιώργη, των Αποστολάκηδων, του Οικονομοσήφη και του Καμαριανού, του Σπυριδογιάννη, του Κρητικοσταύρου, του Φουντούλη που ο καλός του γιος ο Κώστας σκοτώθηκε στρατιώτης, του Πωλαντρέα, που αργότερα για αρκετά χρόνια το λειτουργούσε ο Αδαμάκης, ύστερα ο Πωλιός Κωστακάκης και ο Ζακυνθινός. Όλα τα αγαθά τα διακινούσαν για πολλά χρόνια με σούστες, δεκάδες σούστες, αλλά και με φορτηγά αργότερα. Οι επιβάτες προς και από Χανιά μεταφέρονταν με δύο μικρά λεωφορεία, τη «Μέλισσα» του Σαλεβούρη, που κατέβαινε από τον Αλίκαμπο, και την «Κρυονερίδα» του Σπυριδογιώργη, που είχε αφετηρία τον Βαφέ. Κάποιο χρονικό διάστημα αμέσως μετά την Κατοχή, είχε μπει στην γραμμή ένα είδος τζιπ στρατιωτικό, που έπαιρνε πέντε – έξι επιβάτες και ανάμεσά τους ζώα για σφάξιμο, καλάθια και σακιά. Επιβάτες έπαιρναν και τα φορτηγά στην καρότσα και μερικοί κρέμονταν στις πόρτες δίπλα στον οδηγό. Τα εισιτήρια για τα Χανιά ήταν κατά εποχές δραχμές, μα και τσιγάρα και κριθάρι. Τις παραγγελιές για τα Χανιά τις διεκπεραίωναν οι ευσυνείδητοι εισπράκτορες, άμισθοι τότε, όπως ο Ντουρόκωστας της «Μέλισσας» και ο Πιπερής της «Κρυονερίδας». Πώς να ξεχάσομε τον εξυπηρετικότατο Γωνιωτογιάννη που ακούραστα και αφοσιωμένα εργάστηκε χρόνια ως εισπράκτορας μέχρι την καινούργια εποχή.

Η άφιξη των λεωφορείων γύρω στις τρεις από τα Χανιά οριοθετούσε τη μεσημεριανή ανάπαυση και το «ξεστραλιχτό» των ζώων. Η νότια πλατεία, όπου σταματούσαν γέμιζε από κόσμο που περίμενε ταξιδιώτες ή πράγματα, διψούσαν για νέα και προμηθευόταν καμιά εφημερίδα, να πληροφορηθούν το κάθε τι, αφού ραδιόφωνο για τους πολλούς έφθασε στο χωριό μετά το 1950, ο ηλεκτρισμός μετά το 1960, όπως και η ύδρευση του χωριού……

Ο Αστυνομικός Σταθμός υπήρχε από το 1916 στο χωριό και ο επικεφαλής αξιωματικός με τους χωροφύλακες αποτελούσαν πυρήνα της κοινωνικής ζωής. Πριν από την οριστική εγκατάσταση του Σταθμού, που κτίστηκε και με προσωπική εργασία των χωριανών το 1951, περιφερόταν σε διάφορα σπίτια, με τελευταίο το σπίτι του Μιχελακάκη. Από εκείνο το μπαλκονάκι στο κέντρο του χωριού πετούσαν οι αρμόδιοι αστυνομικοί και λοιποί της επιτροπής τα ρούχα που έστελνε για ενίσχυση η ΟΥΝΡΑ. Θυμάται κανείς την ταπείνωση όλων, που από κάτω μάζευαν ό,τι πρόφτανε καθένας, φρούτο κι αυτό του πολέμου;

Για πολλά χρόνια, από το 1942 αν θυμούμαι καλά, και μέχρι το 1960 τουλάχιστον, που μεταφέρθηκε στα Χανιά, υπήρχε Δασονομείο στο χωριό για τον έλεγχο της υλοτομίας και του κυνηγιού. Οι Σφακιανοί για να κόψουν δέντρα για κάρβουνα έπρεπε να ελεγχθούν από το δασονόμο, το ίδιο και για οι κυνηγοί. Ο κυνηγετικός σύλλογος Βρυσών είχε χρόνια πρόεδρο τον Τζανούκο Γεώργιο και γραμματέα, κατά καιρούς, νεαρές απόφοιτες Γυμνασίου που μάθαιναν εκεί στο γραφείο γραφομηχανή και έβγαζαν μικρό χαρτζιλίκι μέχρι να προσανατολιστούν επαγγελματικά. Κι εγώ με αυτό το μικρό κέρδος, το καλοκαίρι του 1954 αγόρασα το πρώτο μου παλτό ως φοιτήτρια. Το γραφείο στεγάζονταν σε μια γωνιά του μαγαζιού του Αλκιβιάδη Αγγελάκη ενώ το Δασονομείο δεν είχε ιδιαίτερο γραφείο. Ο Δασονόμος κρατούσε στο σπίτι του τα κιτάπια του. Ως το 1960 υπηρέτησαν ως δασονόμοι αρκετοί. Περισσότερα χρόνια όμως ο «παλιοελλαδίτης» Β. Βασιλάκος, ήπιος και ευγενής, διαβασμένος και σοβαρός, με την πληθωρική και γελαστή γυναίκα του την κ. Νίτσα. Έπειτα ήρθε ο Παπαευσταθίου από την Αγόριανη Στερεάς Ελλάδας, κάποιος Γκούμας αργότερα και τέλος ένας νέος, ο Ζυγόπουλος. Όλοι αυτοί έδιναν τόνο στην καθημερινή ζωή του χωριού. Με τον περιορισμό της υλοτομίας το Γραφείο απορροφήθηκε από τη Δ/νση Γεωργίας στα Χανιά.

Από το 1926 ιδρύθηκε Γραφείο των Τριών Ταυ (Τ.Τ.Τ.) στο χωριό, δηλαδή Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο και Τηλεφωνείο. Το Γραφείο αυτό δεν εγκαταστάθηκε ακόμη σε δικό του κτίριο, αν και έχει, καθώς δείχνουν τα στοιχεία, ιδιόκτητο οικόπεδο… Ο προϊστάμενος των Τριών Ταυ ανήκε επίσης στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής του χωριού, όπως και οι δάσκαλοι, ο εφημέριος, οι γιατροί και όσοι έπαιρναν ενεργό μέρος στις υποθέσεις της κοινότητας και της εκκλησίας. Εδώ θέλω να αναθυμηθούμε τον καλό ταχυδρόμο, με το αργό βάδισμα και την ήσυχη φωνή, τον Νίκο Κατσιαδάκη από τον Βαφέ. Αργότερα τον αντικατέστησε ο Νίκος ο Μαυράκης.

Όσο για τους γιατρούς, πραγματικά ήταν ωραίοι άνθρωποι και οι δύο. Ο Μεταξωτός που πέθανε πολύ νέος, χαρακτήρας εκδηλωτικός και πρόσχαρος, διέτρεχε με την ιατρική του τσάντα όλο το χωριό χαιρετώντας τους πάντες, με εύθυμη διάθεση. Το ίδιο και ο Τάκης Χριστοδουλάκης, πιο κλειστός άνθρωπος που είχε την ατυχία να δει καμένο το σπίτι του από τη βόμβα που έπεσε δίπλα του, στον βομβαρδισμό του 1941 στην καρδιά του πιο πλούσιου καταστήματος του χωριού, του Αγγελομιχάλη.

Στις δύο πλατείες δέσποζαν κυριαρχικά για πολλές δεκαετίες δύο έντονες προσωπικότητες. Στη μια ο Μιχάλης ο Μαλιντρέτος με το πολυμάγαζό του, την «Καλή Καρδιά», καφενείο, μαγειρείο, χασάπικο, τυροκομείο. Με απίστευτη ενεργητικότητα, κυριολεκτικά σίφουνας, γρήγορος, διαχυτικός, φίλος όλων. Το όνομά του, συνδεδεμένο με το χωριό, τα πλατάνια, το κρύο νερό, τον καλό μεζέ και το κρασί που «καταδίκαζε» τους φίλους να πιουν, ήταν γνωστό σ’ όλη την Ελλάδα από τους περαστικούς ταξιδιώτες. Το ίδιο και στην άλλη πλατεία ο Σπυριδογιάννης, ο «Ματσαράγκας», επικρατούσε με την καλή του διάθεση, την ενεργητικότητα και το ωραίο του γιαούρτι. Είχε και εκείνος διαφημίσει το χωριό σ’ όλη την Ελλάδα μέσω των πελατών του, που ήταν κυρίως αυτοκινητιστές. Εκεί μπροστά στο καφενείο, στη σκιά του πλάτανου ρουφούσε απολαυστικά το ναργιλέ του ο Σπυριδογιώργης, όπως και στην άλλη μεριά του χωριού κάπνιζε επίσης στο δικό του καφενείο το ναργιλέ του ο τελευταίος βρακοφόρος του χωριού, ο λεβεντόκορμος Παντερμογιώργης από το Βαφέ.

Το χωριό είχε επίσης πολλές φάμπρικες (ελαιοτριβεία) του Λιλικομιχάλη, του Ξενογιώργη, του Μεγαλακάκη του Μανούσου που εκτελέστηκε με τον Αντρέα τον Πολέντα το ’42 στην Αγιά από τους Γερμανούς. Στο Γετήμ Μετόχι υπήρχαν πολλές φάμπρικες και το εργοστάσιο – ελαιοτριβείο του Λαδογιάννη. Όλα δούλευαν μέρα – νύχτα όλο τον χειμώνα, τα νερόλαδα έτρεχαν ελεύθερα στους δρόμους χωρίς να ενοχλείται καμία μύτη….

Μηχανικό ελαιοτριβείο είχε και ο Αναγνωστάκης μαζί με αλευρόμυλο, με τον Δρετάκη Μανώλη από το Καλαμίτσι Αλεξάνδρου. Υπήρχε κι άλλος πίσω πίσω από του Μεταξωτού, ο μύλος του Καλαμιτσιανού Χατζηδάκη. Οι νερόμυλοι δούλευαν όσο έτρεχαν τα νερά, του Κρητικογιώργη στις Λεμονιές και ο μύλος του Κουτσού, στη γέφυρα του Μπούτακα, προς τον Βαφέ.

Όλες αυτές οι δουλειές δημιουργούσαν και άλλα επαγγέλματα και έφερναν πλούτο στο χωριό. Άνοιξαν σωμαράδικα, όπως του Ρουσάκη και του Σταματάκη αργότερα, πεταλωτήρια όπως του Σταθουδάκη, του πατέρα του αξέχαστου Πεταλογιάννη, σιδηρουργεία, με πρώτο του Μαστροπαύλου κι αργότερα του Μαστρομανώλη, ξυλουργεία του Κουρινοσταμάτη και του Θυμιανού στα νεώτερα χρόνια. Λειτουργούσαν επίσης δύο φούρνοι στο χωριό, που έψηναν κουλούρες, σαϊτάκια και καβρουμάδες μαζί με τα φαγητά των χωριανών, ο ένας του Αδαμάκη και ο άλλος στα νεώτερα χρόνια του των Σπυριδάκηδων. Υπήρχαν ραφεία με πρώτο του Μαυράκη του Μανώλη κι έπειτα του Τζανούκου και του Βάνδολα. Θυμούμαι ακόμη και την αξέχαστη μοδίστρα των μανάδων μας, την Κατίνα (σύζυγος του Γρυλλάκη του Μανούσου) που μας άρεσε να βλέπομε περνώντας το ολοκάθαρο σπιτάκι της με τα πολλά και ασυνήθιστα λουλούδια του, εκεί που είναι τώρα το σπίτι των Κατσιαδάκηδων. Όσο για παπουτσίδικα και τσαγκάρικα όλα ευημερούσαν. Με πρώτο το μαγαζί του ευγενικού Μαρινάκη Γιάννη, που έφερε πρώτος έτοιμα παπούτσια και πρώτος το πετρογκάζ που λύτρωσε τις Βρυσιανές νοικοκυρές από τις μουτζούρες των ξύλων και τις καπνιές της γκαζιέρας. Τσαγκάρικα είχαν επίσης τα πρώτα χρόνια της ζωής του χωριού ο γέρο-Ντέρνας, ο Θυμάκης ο Στέλιος και ο Καπόκης, που τους διαδέχθηκαν αργότερα οι γιοι τους, ο Γιάννης Λιλικάκης, ο Φραγκιαδάκης Θοδωρής. Από την Κατοχή δούλεψαν ως τσαγκάρηδες ο Θυμάκης Μανώλης, ο Κουκαδάκης Κωστής, ο Γωνιώτης ο Γιάννης, ο Τζαγκαράκης ο Γαβρίλης, ο Μαριδάκης Ιωάννης, με πολλή δουλειά όλοι τους. Στην Κατοχή τα υλικά ήταν από χοντρό τσαντηρόπανο, λάστιχα αυτοκινήτων, από καπέλα και ρεμπούμπλικες, παλιές τσάντες… Τα τσόκαρα κελαηδούσαν στους δρόμους και οι μπροκαδούρες στις αρβύλες και τα στιβάνια έβγαζαν σπίθες στα πέτρινα καλντερίμια. Ύστερα ήρθαν τα λαστιχένια παπούτσια κι οι «ελβιέλες», ξεκουράστηκαν τα πόδια μας, αλλά λιγόστεψαν και παρήκμασαν τα τσαγκαράδικα.

Να θυμηθούμε και τα κουρεία μας, δύο μάλιστα, του ευγενικού Νίκου Μαγγελάκη, το «Άψε Σβήσε», όπως λεγόταν το κουρείο του, του καλού Μιχάλη Δασκαλάκη και αργότερα του Κουκιανάκη του Γιάννη. Ο πρώτος συμμετείχε δραστήρια στην κοινωνική ζωή του χωριού. Στους κουρείς καταφεύγανε και όσες νέες κυρίες έκοβαν «αλά γκαρσόν» δηλαδή αγορίστικα τα μαλλιά τους και θυσίαζαν τις παραδοσιακές πλεξούδες…

Ε, λοιπόν, ξέρετε άλλο χωριό με τόσες δραστήριες μορφές και τόσα προσοδοφόρα επαγγέλματα;

Επίκεντρο της ζωής του χωριού ήταν βέβαια το σχολείο και η εκκλησία. Οι δάσκαλοι άφησαν ιστορία στο χωριό με την προσωπικότητα, την δραστηριότητα και την προσφορά τους. Ζωηρότερη είναι η ανάμνηση της κ. Αντιγόνης και της κ. Ελένης, της κ. Ουρανίας, του Γ. Ανδριανάκη, του Αριστείδη Μαρινάκη, του Κώστα Γωνιωτάκη. Οι νεώτεροι δάσκαλοι ανήκουν στο παρόν και όχι στο χώρο της μνήμης. Μα πιο πολύ επικέντρωνε την ζωή στο χωριό η εκκλησία. Ο παπα-Γιάννης ο Θυμιανός έχει γράψει στην τοπική εφημερίδα «Ιπποκορώνιο» το χρονικό της ίδρυσης της πρώτης, της ξύλινης εκκλησίας και της ανέγερσης της τωρινής ωραίας εκκλησίας και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Θέλω μόνο να ζωντανέψω στη μνήμη σας πρόσωπα και εικόνες από τα πρώτα χρόνια προπολεμικά και στα χρόνια της κατοχής, μέχρι και την δεκαετία του 1960 οπότε, έγιναν οι μεγάλες ανακατατάξεις στον καινούργιο κόσμο….

Πρώτα – πρώτα πρέπει να μάθουν οι νέοι ότι ήταν αδιανόητο να απέχει κάποια οικογένεια από την εκκλησιαστική ζωή. Κάθε Κυριακή και κάθε σκόλη όλα τα μέλη της οικογένειας, οι γονείς, τα παιδιά, με τα «καλά» τους, έπρεπε να πάνε στην εκκλησία. Καθαροί και σοβαροί, με διπλωμένα τα μαντήλια να πάρομε, όταν υπήρχαν, κόλλυβα…

Ο ιερέας μας, ο ευλαβής παπα-Δημήτρης, αγαπητός και σεβαστός καθόριζε την συμπεριφορά μας, εμάς των παιδιών. Αγαπητός ήταν και αείμνηστος παπα- Αντρέας, απλός και ανυπόκριτος. Θα θυμάστε ασφαλώς πως ο πόλεμος βρήκε μισοτελειωμένη την εκκλησία μας και ότι ο ιερέας ιερουργούσε κάτω από τον ανατολικό θόλο. Και εμείς όλοι παρακολουθούσαμε την λειτουργία με ομπρέλες στη βροχή και το κρύο. Όμως ο ζήλος των χωριανών δεν άφησε να διαιωνιστεί αυτή η κατάσταση. Με εράνους, κάλαντα, προσφορές από το υστέρημά τους οι ενορίτες βοήθησαν όλοι στην ολοκλήρωση του Ναού. Οφείλομε να αναφέρομε εκείνους που η πρωτοβουλία τους παρακινούσε και τους υπόλοιπους να συμβάλλουν όπως μπορούσε καθένας στο ιερό έργο. Να θυμηθούμε τον Κρασαδάκη Γεώργιο, τον Καραβάνο Ιωάννη, πιο γνωστό ως Χατζή, τον Μαστροπαύλο, δηλαδή τον Πιπεράκη Παύλο, τον Μαγγελάκη, τον Κουνάλη τον Μανούσο που σκοτώθηκε γιατί αποκοιμήθηκε στο πεζούλι της ταράτσας του, τον Σοφούλη Ιωάννη, τον Μαρινάκη Ιωάννη και, βέβαια, πρωτοστάτη τον ίδιο τον παπα-Δημήτρη. Αν ξέχασα κάποιους παρακαλώ να τους αναφέρετε τώρα εδώ, γιατί δεν έχω προλάβει να πάρω όλες τις πληροφορίες….

Μέχρι και τα τελευταία χρόνια, ανιδιοτελώς πάντα, έψαλε στην εκκλησία μας ο αφιλοκερδής Κώστας Θυμιανός. Γέμιζε με την δυνατή και καθαρή φωνή του την εκκλησία, η ψαλμωδία του ήταν χαρμόσυνη και μας γέμιζε ευφρόσυνη ευλάβεια. Ψάλτης επίσης για χρόνια ήταν και ο Χατζής και ο Γουναδάκης ο Γιώργης, όταν είχε ευκαιρία και τον χρειαζόταν η εκκλησία. Επίτροποι για πολλά χρόνια, ευλαβικοί και αφοσιωμένοι, ήταν ο Μπάρμπα – Αντώνης ο Γουναδάκης και παλιότερα για πολλά χρόνια ο Καπόκης, που τον παρακολουθούσαμε στα μικρά μας χρόνια να πηγαινοέρχεται ήσυχος και σιωπηλός στην εκκλησία. Όταν άρχιζε να σβήνει ένα – ένα τα κεριά και να μετρά στο παγκάρι τις λιγοστές δραχμούλες του δίσκου, καταλαβαίναμε ότι τελειώνει η λειτουργία και λιγόστευε η ανυπομονησία μας….. Το ναό μας διακόνησαν με ζήλο επίσης ο Μαστρο-Μανώλης, ο Τζανούκος και άλλοι, νέοι σήμερα. Σταθερές παρουσίες στην εκκλησία μας ήταν η αυστηρή και από ιερατική οικογένεια του Βαφέ Κρασαδάκαινα, η Κρασού, όπως την λέγαμε, που έμοιαζε να κρατά τους νόμους και τις γραφές της θρησκείας στα χέρια της και η ταπεινή και ήσυχη Κιτροσοφία, που ζούσε αθόρυβα στο μικρό σπιτάκι της, εκεί που είναι τώρα ο σπίτι του Ανδρέα Ντουκάκη. Τις σεβόμασταν μα και τις φοβόμασταν, γιατί μας επέπλητταν με τα βλέμματά τους σε κάθε στραβοπάτημα. Θυμούμαι και όλες τις μανάδες μας, τις κυρίες των Βρυσών στην εκκλησία, σοβαρές και επίσημες με τα τσαντάκια και τα λούτρινα παλτά, τα νυφικά τους, και αργότερα στα δίσεκτα χρόνια, τότε που θα φθαρμένα πια παλτά γινόταν ζακέτες ή μόνο γιακάδες και μανσέτες και τα καλά τους παπούτσια είχαν λειώσει κι αυτά… Γιατί ήρθε ο πόλεμος με τις μεγάλες ανατροπές του…

Το χωριό μας πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος με την εκτέλεση του Αντρέα Πολέντα και του Μανούσου Μεγαλακάκη και για πολλά χρόνια ο θρήνος και οι κατάρες της τραγικής μάνας, της Πολένταινας, δεν άφηναν να κατακαθίσουν οι φρικτές μνήμες του πολέμου.

Το χωριό άργησε να κλείσει τις πληγές του. Αφανίστηκαν σπίτια με τις βόμβες, το πολυθρύλητο πλούσιο μαγαζί του Αγγελομιχάλη ισοπεδώθηκε όπως και το σπίτι του Κακατσάκη του Μανώλη. Στην θέση τους έμειναν σαν ορθάνοιχτες πληγές τεράστιοι λάκκοι που με τα νερά μεταμορφώθηκαν σε μικρές λίμνες. Η ωραία τρίτοξη γέφυρα τραντάχτηκε από τον βομβαρδισμό και στη μεγάλη πλημμύρα του ’43 παρασύρθηκε από τα θολά νερά του ποταμού. Οι Γερμανοί έφτιαξαν αμέσως για τις ανάγκες τους μια χαμηλότερη, ξύλινη γέφυρα που παρέμεινε μέχρι που κτίστηκε η τωρινή με το πασίγνωστο σχέδιο Μάρσαλ. Τα ωστικά κύματα των βομβών σήκωσαν ένα ολόκληρο τεράστιο πλάτανο από τη μια πλευρά της γέφυρας και τον έστησαν πάλι όρθιο από την άλλη πλευρά. Ανατροπές… Άλλαξε η ζωή και η νοοτροπία. Το χωριό μπήκε σε άλλους ρυθμούς…. Αλλά νομίζω πως ήδη σας έχω πει πολλά.

Για τις επόμενες δεκαετίες της κατοχής και του μεταπολέμου αξίζει να αφιερωθεί άλλη ευκαιρία. Είναι τόσα πολλά που δεν επαρκεί ο χρόνος να αναφερθούν πρόσωπα και γεγονότα της εποχής εκείνης. Και τώρα παραδίδω τον λόγο στον άξιο πρόεδρο του Συλλόγου με την ευχή να πρωτοστατεί πάντα σε τέτοιες εκδηλώσεις. Εύχομαι να περάσετε μια αξέχαστη βραδιά όλοι.

Ευχαριστώ.

Αγγελική Σοφούλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου